Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορυφογραμμή οι κορυφογραμμές
      γενική της κορυφογραμμής των κορυφογραμμών
    αιτιατική την κορυφογραμμή τις κορυφογραμμές
     κλητική κορυφογραμμή κορυφογραμμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορυφογραμμή < κορυφή + γραμμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κορυφογραμμή θηλυκό

  • η νοητή γραμμή που ενώνει τις κορυφές βουνών περνώντας από τις πλαγιές τους

  Μεταφράσεις επεξεργασία