Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορυφογραμμή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κορυφογραμμ
ή
οι
κορυφογραμμ
ές
γενική
της
κορυφογραμμ
ής
των
κορυφογραμμ
ών
αιτιατική
την
κορυφογραμμ
ή
τις
κορυφογραμμ
ές
κλητική
κορυφογραμμ
ή
κορυφογραμμ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορυφογραμμή
<
κορυφή
+
γραμμή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κορυφογραμμή
θηλυκό
η νοητή
γραμμή
που ενώνει τις κορυφές βουνών περνώντας από τις πλαγιές τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορυφογραμμή
γαλλικά
:
ligne de crête
(fr)