πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορυφογραμμή οι κορυφογραμμές
      γενική της κορυφογραμμής των κορυφογραμμών
    αιτιατική την κορυφογραμμή τις κορυφογραμμές
     κλητική κορυφογραμμή κορυφογραμμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κορυφογραμμή (μαρτυρείται από το 1874)[1]< μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ligne de crête. Μορφολογικά αναλύεται σε κορυφ(ή) + -ο- + γραμμή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορυφογραμμή θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. κορυφογραμμή, σελ.565, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου