πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορφή οι κορφές
      γενική της κορφής των κορφών
    αιτιατική την κορφή τις κορφές
     κλητική κορφή κορφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κορφή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κορφή < αρχαία ελληνική κορυφή με συγκοπή του [i] ανάμεσα σε δύο σύμφωνα.[1] Δείτε και το νεοελληνικό κορυφή

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία