↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορφιάτικος η κορφιάτικη το κορφιάτικο
      γενική του κορφιάτικου της κορφιάτικης του κορφιάτικου
    αιτιατική τον κορφιάτικο την κορφιάτικη το κορφιάτικο
     κλητική κορφιάτικε κορφιάτικη κορφιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορφιάτικοι οι κορφιάτικες τα κορφιάτικα
      γενική των κορφιάτικων των κορφιάτικων των κορφιάτικων
    αιτιατική τους κορφιάτικους τις κορφιάτικες τα κορφιάτικα
     κλητική κορφιάτικοι κορφιάτικες κορφιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορφιάτικος < μεσαιωνική ελληνική κορφιάτικος < Κορφιάτης < Κορφοί < Κορυφώ[1] < αρχαία ελληνική κορυφή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /korˈfça.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐φιά‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

κορφιάτικος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Κέρκυρα