↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορφούλα οι κορφούλες
      γενική της κορφούλας
    αιτιατική την κορφούλα τις κορφούλες
     κλητική κορφούλα κορφούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορφούλα < υποκοριστικό του κορφή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορφούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν υποκοριστικό για αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κορφή