πατόκορφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πατόκορφα < πάτ(ος) + -ό- + κορ(υ)φ(ή) + -α
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈto.koɾ.fa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐τό‐κορ‐φα
Επίρρημα
επεξεργασίαπατόκορφα
- (οικείο) από πάνω μέχρι κάτω
- (κατ’ επέκταση) πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό
- ※ Και, όλα αυτά, και άλλα συναφή, τα επενδύουν και με ισχυρότατη δόση μισαλλοδοξίας, που αγγίζει τα όρια του φασισμού: οι έχοντες τις παραπάνω απόψεις, δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους: όσοι δεν συμφωνούν με αυτές, καθυβρίζονται πατόκορφα. (* εφημερίδα Το&bnsp;Βήμα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία από πάνω μέχρι κάτω
|