Ετυμολογία

επεξεργασία
κορφολογώ < κορφή + -ο- + -λογώ

κορφολογώ

  1. (κυριολεκτικά) κόβω το επάνω μέρος των κλαδιών ή βλαστών ενός φυτού, προκειμένου να συμβάλλω στην ανάπτυξή του ή απλώς να τα συλλέξω
  2. (μεταφορικά) επιλέγω το καλύτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία