κορφολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /koɾ.fo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κορ‐φο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασία
κορφολογώ
- (κυριολεκτικά) κόβω το επάνω μέρος των κλαδιών ή βλαστών ενός φυτού, προκειμένου να συμβάλλω στην ανάπτυξή του ή απλώς να τα συλλέξω
- (μεταφορικά) επιλέγω το καλύτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κορφολογάω - κορφολογώ | κορφολογούσα | θα κορφολογάω - κορφολογώ | να κορφολογάω - κορφολογώ | κορφολογώντας | |
β' ενικ. | κορφολογάς | κορφολογούσες | θα κορφολογάς | να κορφολογάς | κορφολόγα - κορφολόγαγε | |
γ' ενικ. | κορφολογάει - κορφολογά | κορφολογούσε | θα κορφολογάει - κορφολογά | να κορφολογάει - κορφολογά | ||
α' πληθ. | κορφολογάμε - κορφολογούμε | κορφολογούσαμε | θα κορφολογάμε - κορφολογούμε | να κορφολογάμε - κορφολογούμε | ||
β' πληθ. | κορφολογάτε | κορφολογούσατε | θα κορφολογάτε | να κορφολογάτε | κορφολογάτε | |
γ' πληθ. | κορφολογάν(ε) - κορφολογούν(ε) | κορφολογούσαν(ε) | θα κορφολογάν(ε) - κορφολογούν(ε) | να κορφολογάν(ε) - κορφολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κορφολόγησα | θα κορφολογήσω | να κορφολογήσω | κορφολογήσει | ||
β' ενικ. | κορφολόγησες | θα κορφολογήσεις | να κορφολογήσεις | κορφολόγα - κορφολόγησε | ||
γ' ενικ. | κορφολόγησε | θα κορφολογήσει | να κορφολογήσει | |||
α' πληθ. | κορφολογήσαμε | θα κορφολογήσουμε | να κορφολογήσουμε | |||
β' πληθ. | κορφολογήσατε | θα κορφολογήσετε | να κορφολογήσετε | κορφολογήστε | ||
γ' πληθ. | κορφολόγησαν κορφολογήσαν(ε) |
θα κορφολογήσουν(ε) | να κορφολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κορφολογήσει | είχα κορφολογήσει | θα έχω κορφολογήσει | να έχω κορφολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις κορφολογήσει | είχες κορφολογήσει | θα έχεις κορφολογήσει | να έχεις κορφολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει κορφολογήσει | είχε κορφολογήσει | θα έχει κορφολογήσει | να έχει κορφολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κορφολογήσει | είχαμε κορφολογήσει | θα έχουμε κορφολογήσει | να έχουμε κορφολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε κορφολογήσει | είχατε κορφολογήσει | θα έχετε κορφολογήσει | να έχετε κορφολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κορφολογήσει | είχαν κορφολογήσει | θα έχουν κορφολογήσει | να έχουν κορφολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορφολογώ
|