Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

συλλέξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συλλέγω
  2. θα συλλέξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συλλέγω