↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορφολόγημα τα κορφολογήματα
      γενική του κορφολογήματος των κορφολογημάτων
    αιτιατική το κορφολόγημα τα κορφολογήματα
     κλητική κορφολόγημα κορφολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κορφολόγημα < κορφολογώ + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κορφολόγημα ουδέτερο

  1. το κόψιμο του ανώτερου τρυφερού μέρους των βλαστών
    το κορφολόγημα του αμπελιού
  2. (μεταφορικά) η επιλογή των καλύτερων δειγμάτων από ένα σύνολο
    Kαι είναι σχεδόν αόρατο πια, επειδή είναι τόσο κυρίαρχο, το ότι η διαρκής, ξέφρενη κατανάλωση, η ψυχοθεραπεία με shopping, το κορφολόγημα προϊόντων και γκάτζετ είναι μια μορφή υποδούλωσης. (Ν. Ξυδάκης, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7 Ιουλίου 2002)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία