Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κορφολογάω < κορφολογώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koɾ.fo.loˈɣa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορ‐φο‐λο‐γά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

κορφολογάω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία