επιλέγω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιλέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιλέγω. Συγχρονικά αναλύεται σε επι- + λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈle.ɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐λέ‐γω
Ρήμα
επεξεργασίαεπιλέγω, πρτ.: επέλεγα, στ.μέλλ.: θα επιλέξω, αόρ.: επέλεξα, παθ.φωνή: επιλέγομαι, π.αόρ.: επιλέχθηκα/επιλέχτηκα/επελέγην, μτχ.π.π.: επιλεγμένος
- διαλέγω
- διαλέγω, ξεχωρίζω από ένα σύνολο διαφόρων
- οι καταναλωτές καλούνται να επιλέξουν μέσα από μια πληθώρα προϊόντων
- ο λαός δικαιούται να επιλέξει όσους κρίνει άξιους να τον εκπροσωπήσουν στη Βουλή
- ≈ συνώνυμα: ξεδιαλέγω, ξεσκαρτάρω
- παίρνω απόφαση, διαλέγοντας ποια προτιμώ
- ήρθε σε σύγκρουση με την οικογένειά της επιλέγοντας να γίνει πολιτικός
- διαλέγω, ξεχωρίζω από ένα σύνολο διαφόρων
- → και δείτε τη λέξη επιλέγομαι