↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλεγόμενος η επιλεγόμενη το επιλεγόμενο
      γενική του επιλεγόμενου της επιλεγόμενης του επιλεγόμενου
    αιτιατική τον επιλεγόμενο την επιλεγόμενη το επιλεγόμενο
     κλητική επιλεγόμενε επιλεγόμενη επιλεγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλεγόμενοι οι επιλεγόμενες τα επιλεγόμενα
      γενική των επιλεγόμενων των επιλεγόμενων των επιλεγόμενων
    αιτιατική τους επιλεγόμενους τις επιλεγόμενες τα επιλεγόμενα
     κλητική επιλεγόμενοι επιλεγόμενες επιλεγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
επιλεγόμενος < μετοχή ενεστώτα του επιλέγομαι

επιλεγόμενος αρσενικό

  1. που τον επιλέγουν, που επιλέγεται
    όσοι φοιτητές δεν αλλάζουν επιλεγόμενα μαθήματα δεν χρειάζεται να κάνουν δήλωση
  2. που έχει και δεύτερο όνομα ή δεύτερη ονομασία
    ο ναός της Κοιμήσεως, ο επιλεγόμενος και "των Ψαριανών"
    στον θρόνο ανέβηκε ο Λέων ΣΤ', ο επιλεγόμενος Σοφός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία