επιλεγόμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιλεγόμενος < μετοχή ενεστώτα του επιλέγομαι
Μετοχή επεξεργασία
επιλεγόμενος αρσενικό
- που τον επιλέγουν, που επιλέγεται
- όσοι φοιτητές δεν αλλάζουν επιλεγόμενα μαθήματα δεν χρειάζεται να κάνουν δήλωση
- που έχει και δεύτερο όνομα ή δεύτερη ονομασία
- ο ναός της Κοιμήσεως, ο επιλεγόμενος και "των Ψαριανών"
- στον θρόνο ανέβηκε ο Λέων ΣΤ', ο επιλεγόμενος Σοφός
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιλεγόμενος
|