Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επίλεκτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐπίλεκτος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
επίλεκτ
ος
η
επίλεκτ
η
το
επίλεκτ
ο
γενική
του
επίλεκτ
ου
της
επίλεκτ
ης
του
επίλεκτ
ου
αιτιατική
τον
επίλεκτ
ο
την
επίλεκτ
η
το
επίλεκτ
ο
κλητική
επίλεκτ
ε
επίλεκτ
η
επίλεκτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
επίλεκτ
οι
οι
επίλεκτ
ες
τα
επίλεκτ
α
γενική
των
επίλεκτ
ων
των
επίλεκτ
ων
των
επίλεκτ
ων
αιτιατική
τους
επίλεκτ
ους
τις
επίλεκτ
ες
τα
επίλεκτ
α
κλητική
επίλεκτ
οι
επίλεκτ
ες
επίλεκτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
επίλεκτος
<
αρχαία ελληνική
ἐπίλεκτος
<
ἐπιλέγω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
eˈpi.le.ktos
/
αρσενικό
ΔΦΑ
: /
eˈpi.le.kti
/
θηλυκό
ΔΦΑ
: /
eˈpi.le.kto
/
ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασία
επίλεκτος
που έχει
επιλεγεί
χάρη σε κάποια ικανότητα που διαθέτει
που
ξεχωρίζει
Συγγενικά
επεξεργασία
επιλέγω
επιλεκτικός
επιλέξιμος
επιλογή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επίλεκτος
αγγλικά
:
select
(en)
πολωνικά
:
wybrany
(pl)