Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιλεκτικός η επιλεκτική το επιλεκτικό
      γενική του επιλεκτικού της επιλεκτικής του επιλεκτικού
    αιτιατική τον επιλεκτικό την επιλεκτική το επιλεκτικό
     κλητική επιλεκτικέ επιλεκτική επιλεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιλεκτικοί οι επιλεκτικές τα επιλεκτικά
      γενική των επιλεκτικών των επιλεκτικών των επιλεκτικών
    αιτιατική τους επιλεκτικούς τις επιλεκτικές τα επιλεκτικά
     κλητική επιλεκτικοί επιλεκτικές επιλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιλεκτικός < (μαρτυρείται από το 1852) (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική sélectif

  Επίθετο επεξεργασία

επιλεκτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία