sélectif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sélectif | sélectifs |
θηλυκό | sélective | sélectives |
sélectif (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sélectif | sélectifs |
θηλυκό | sélective | sélectives |
sélectif (fr) αρσενικό