Ετυμολογία

επεξεργασία
επιλεκτικά < επιλεκτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.pi.le.ktiˈka/

  Επίρρημα

επεξεργασία

επιλεκτικά (τροπικό)

θυμάται επιλεκτικά ό,τι τον συμμφέρει

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

επιλεκτικά