Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κορφολογημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κορφολογημέν
ος
η
κορφολογημέν
η
το
κορφολογημέν
ο
γενική
του
κορφολογημέν
ου
της
κορφολογημέν
ης
του
κορφολογημέν
ου
αιτιατική
τον
κορφολογημέν
ο
την
κορφολογημέν
η
το
κορφολογημέν
ο
κλητική
κορφολογημέν
ε
κορφολογημέν
η
κορφολογημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κορφολογημέν
οι
οι
κορφολογημέν
ες
τα
κορφολογημέν
α
γενική
των
κορφολογημέν
ων
των
κορφολογημέν
ων
των
κορφολογημέν
ων
αιτιατική
τους
κορφολογημέν
ους
τις
κορφολογημέν
ες
τα
κορφολογημέν
α
κλητική
κορφολογημέν
οι
κορφολογημέν
ες
κορφολογημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κορφολογημένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κορφολογώ
Μετοχή
επεξεργασία
κορφολογημένος, -η, -ο
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) που τον έχουν
κορφολογήσει
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακορφολόγητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κορφολογημένος
αγγλικά
:
cropped
(en)
,
snipped
(en)