αφρόγαλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφρόγαλα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφρόγαλα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈfɾo.ɣa.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φρό‐γα‐λα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφρόγαλα ουδέτερο
- (τρόφιμο) κρεμώδες υλικό, λιπαρή ουσία σαν αφρός, που αποσπάται από το νωπό γάλα με φυγοκέντριση
- (μεταφορικά) το πιο εκλεκτό κομμάτι ενός συνόλου, ο αφρός
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφρόγαλα
|
Πηγές επεξεργασία
- Νικόλαος Ανδρικόπουλος, Τροφογνωσία (Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, 2015), κεφ. 18: «Γαλακτοκομικά μηχανικής επεξεργασίας», διαθέσιμο στο kallipos.gr· πρόσβαση: 2020-07-26.