ἀφρόγαλα
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀφρόγαλᾰ | τὰ | ἀφρογάλᾰκτᾰ | ||||
γενική | τοῦ | ἀφρογάλᾰκτος | τῶν | ἀφρογαλᾰ́κτων | ||||
δοτική | τῷ | ἀφρογάλᾰκτῐ | τοῖς | ἀφρογάλᾰξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀφρόγαλᾰ | τὰ | ἀφρογάλᾰκτᾰ | ||||
κλητική ὦ! | ἀφρόγαλᾰ | ἀφρογάλᾰκτᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφρογάλᾰκτε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφρογαλᾰ́κτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γάλα' όπως «γάλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀφρόγαλα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀφρ(ός) + -ό- + γάλα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀφρόγαλα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή, τρόφιμο) το αφρόγαλα
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ἀφρόγαλα» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.