ἀφρός
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀφρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρός
- Δε σχετίζονται ετυμολογικά, το ἀλαφρός, το ἀφροδίσιος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀφρός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
αφρ-
αφρ-
και
Πηγές
επεξεργασία- σελ.397 Τόμος 3 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- αφρός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀφρός | οἱ | ἀφροί |
γενική | τοῦ | ἀφροῦ | τῶν | ἀφρῶν |
δοτική | τῷ | ἀφρῷ | τοῖς | ἀφροῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀφρόν | τοὺς | ἀφρούς |
κλητική ὦ! | ἀφρέ | ἀφροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀφρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀφροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀφρός < αβέβαιης ετυμολογίας. Δε μοιάζει να συνδέεται με το ὄμβρος και τη σανσκριτική अभ्र (abhrá) λόγω της απόστασης των σημασιών. Πιθανόν να συνδέεται με συνώνυμο στην αρμενική pʿrpʿur[1] < λυκιακή փրփուր (pʿrpʿur) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pher-.[2]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀφρός ⇒ νέα ελληνικά: αφρός
- Δε σχετίζονται ετυμολογικά, το ἐλαφρός, το Ἀφροδίτα, Ἀφροδίσιος.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀφρός, -ού αρσενικό
- ο αφρός, (για ανθρώπους ή ζώα) ο αφρός στο στόμα
- συνώνυμο του ἀφρόνιτρον (ἀφρὸς νίτρου )
- συνώνυμο του ἀφύη (είδος μικρού ψαριού)
Εκφράσεις
επεξεργασία- ἀφρὸς αἵματος (το σπέρμα)
- ἀφρὸς νίτρου
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
αφρ-
αφρ-
και
Δε σχετίζονται τα ἀφροδισ-, ἀφροδιτ- → δείτε τη λέξη Ἀφροδίτα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «αφρός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ փրփուր (Old Armenian) στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- ἀφρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀφρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.