Δείτε επίσης: αφρός

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφρός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρός

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀφρός οἱ ἀφροί
      γενική τοῦ ἀφροῦ τῶν ἀφρῶν
      δοτική τῷ ἀφρ τοῖς ἀφροῖς
    αιτιατική τὸν ἀφρόν τοὺς ἀφρούς
     κλητική ! ἀφρέ ἀφροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀφρώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀφροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀφρός < αβέβαιης ετυμολογίας. Δε μοιάζει να συνδέεται με το ὄμβρος και τη σανσκριτική अभ्र (abhrá) λόγω της απόστασης των σημασιών. Πιθανόν να συνδέεται με συνώνυμο στην αρμενική pʿrpʿur[1] < λυκιακή փրփուր (pʿrpʿur) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pher-.[2]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀφρός νέα ελληνικά: αφρός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. «αφρός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. փրփուր (Old Armenian) στο αγγλικό Βικιλεξικό