Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκκριση οι εκκρίσεις
      γενική της έκκρισης* των εκκρίσεων
    αιτιατική την έκκριση τις εκκρίσεις
     κλητική έκκριση εκκρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκκριση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκκρι(σις) + -ση < ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.kɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκ‐κρι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκκριση θηλυκό

  1. η ενέργεια του εκκρίνω
     συνώνυμα: έκκριμα, απέκκριση
  2. το αποτέλεσμα του εκκρίνω
     συνώνυμα: έκκριμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία