• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εκκρίνω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
εκκρίνω < αρχαία ελληνική ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈkɾi.no/

Ρήμα

επεξεργασία

εκκρίνω (παθητική φωνή: εκκρίνομαι)

  1. αποβάλλω, παράγω και βγάζω από ένα όργανο ειδικές ουσίες, είτε προς άλλο μέρος του σώματος είτε προς τα έξω
  2. αντίστοιχη διαδικασία για τα φυτά

Συγγενικά

επεξεργασία
  • απεκκρίνω
  • απέκκριση
  • απεκκριτήριος
  • απεκκριτικός
  • έκκριμα
  • έκκριση
  • εκκριτικός
  • ενδοέκκριση
  • υπερεκκρίνω
  • υπερέκκριση
  • → δείτε τις λέξεις εκ και κρίνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εκκρίνω
  • αγγλικά : excrete (en),

secrete (en)

  • γαλλικά : secréter (fr), excréter (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκκρίνω&oldid=5598004"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Σεπτεμβρίου 2022, στις 04:23

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Σεπτεμβρίου 2022, στις 04:23. Page was rendered with Parsoid.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας