excrete
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | excrete |
γ΄ ενικό ενεστώτα | excretes |
αόριστος | excreted |
παθητική μετοχή | excreted |
ενεργητική μετοχή | excreting |
Ρήμα
επεξεργασίαexcrete (en)
ενεστώτας | excrete |
γ΄ ενικό ενεστώτα | excretes |
αόριστος | excreted |
παθητική μετοχή | excreted |
ενεργητική μετοχή | excreting |
excrete (en)