εκκριτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκκριτικός < αρχαία ελληνική ἐκκριτικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.kɾi.tiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
εκκριτικός
- (φυσιολογία) που έχει σχέση με την έκκριση, αναφέρεται ή συμβάλλει σ’ αυτή