Δείτε επίσης: ἐκκριτικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκριτικός η εκκριτική το εκκριτικό
      γενική του εκκριτικού της εκκριτικής του εκκριτικού
    αιτιατική τον εκκριτικό την εκκριτική το εκκριτικό
     κλητική εκκριτικέ εκκριτική εκκριτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκριτικοί οι εκκριτικές τα εκκριτικά
      γενική των εκκριτικών των εκκριτικών των εκκριτικών
    αιτιατική τους εκκριτικούς τις εκκριτικές τα εκκριτικά
     κλητική εκκριτικοί εκκριτικές εκκριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκκριτικός < αρχαία ελληνική ἐκκριτικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kɾi.tiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

εκκριτικός

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία