Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκκριμα τα εκκρίματα
      γενική του εκκρίματος των εκκριμάτων
    αιτιατική το έκκριμα τα εκκρίματα
     κλητική έκκριμα εκκρίματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

έκκριμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκκριμα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.kɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκ‐κρι‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έκκριμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία