↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοέκκριση οι ενδοεκκρίσεις
      γενική της ενδοέκκρισης* των ενδοεκκρίσεων
    αιτιατική την ενδοέκκριση τις ενδοεκκρίσεις
     κλητική ενδοέκκριση ενδοεκκρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοεκκρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδοέκκριση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδοέκκρι(σις) + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sécrétion endocrine). Μορφολογικά αναλύεται σε ενδο- + έκκριση [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /en.ðoˈe.kɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐δο‐έκ‐κρι‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενδοέκκριση θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία