ενδοέκκριση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενδοέκκριση | οι | ενδοεκκρίσεις |
γενική | της | ενδοέκκρισης* | των | ενδοεκκρίσεων |
αιτιατική | την | ενδοέκκριση | τις | ενδοεκκρίσεις |
κλητική | ενδοέκκριση | ενδοεκκρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδοεκκρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενδοέκκριση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐνδοέκκρι(σις) + -ση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sécrétion endocrine). Μορφολογικά αναλύεται σε ενδο- + έκκριση [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /en.ðoˈe.kɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐δο‐έκ‐κρι‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδοέκκριση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ενδοέκκριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας