Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

excretion (en)

  1. η ενέργεια του εκκρίνω, η απέκκριση, η έκκριση
  2. αυτό που εκκρίνεται, το έκκριμα