Δείτε επίσης: όμβρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄμβρος οἱ ὄμβροι
      γενική τοῦ ὄμβρου τῶν ὄμβρων
      δοτική τῷ ὄμβρ τοῖς ὄμβροις
    αιτιατική τὸν ὄμβρον τοὺς ὄμβρους
     κλητική ! ὄμβρε ὄμβροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄμβρω
γεν-δοτ τοῖν  ὄμβροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὄμβρος < προελληνική [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὄμβρος αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) δυνατή βροχή, νεροποντή, μπόρα, καταιγίδα
  2. (γενικότερα) νερό
  3. (μεταφορικά) βροχή δακρύων, αίματος κ.λπ.

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. Η ετυμολόγηση: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *n̥bʰrós απορρίπτεται από τον Beekes.

  Πηγές επεξεργασία