ὄμβρος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ὄμβρος | οἱ | ὄμβροι |
γενική | τοῦ | ὄμβρου | τῶν | ὄμβρων |
δοτική | τῷ | ὄμβρῳ | τοῖς | ὄμβροις |
αιτιατική | τὸν | ὄμβρον | τοὺς | ὄμβρους |
κλητική ὦ! | ὄμβρε | ὄμβροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄμβρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ὄμβροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὄμβρος < προελληνική [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ὄμβρος αρσενικό
- (μετεωρολογία) δυνατή βροχή, νεροποντή, μπόρα, καταιγίδα
- (γενικότερα) νερό
- (μεταφορικά) βροχή δακρύων, αίματος κ.λπ.
Συγγενικά επεξεργασία
- ἄνομβρος
- δίομβρος
- δύσομβρος
- ἔπομβρος
- εὔομβρος
- κάτομβρος
- ὀμβρέω
- ὀμβρηγενής
- ὀμβρήεις
- ὀμβρηλός
- ὄμβρημα
- ὀμβρηνός
- ὀμβρήρης
- ὀμβρηρός
- ὀμβρηρῶς
- ὄμβρησις
- ὀμβρία
- ὀμβρίζω
- ὀμβρικός
- ὀμβριμαῖος
- ὀμβριμόθυμος
- ὀμβριμοπάτρη
- ὄμβριμος
- ὀμβρινός
- ὄμβριος
- ὀμβροβλυστέω
- ὀμβροβλυτέω
- ὀμβροδόκος
- ὀμβροφόρος
- ὀμβροκτύπος
- ὀμβροποιός
- ὀμβροτοκία
- ὀμβροτόκος
- ὀμβροχαρής
- ὀμβρώδης
- πολύομβρος
- σύνομβρος
- ὕπομβρος
- φίλομβρος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2. Η ετυμολόγηση: < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *n̥bʰrós απορρίπτεται από τον Beekes.
Πηγές επεξεργασία
- ὄμβρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄμβρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.