Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὐχμός οἱ αὐχμοί
      γενική τοῦ αὐχμοῦ τῶν αὐχμῶν
      δοτική τῷ αὐχμ τοῖς αὐχμοῖς
    αιτιατική τὸν αὐχμόν τοὺς αὐχμούς
     κλητική ! αὐχμέ αὐχμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐχμώ
γεν-δοτ τοῖν  αὐχμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐχμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αὐχμός, -οῦ αρσενικό

  1. (μετεωρολογία) ξηρασία, ανομβρία
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 198.2
    καὶ οὔτε αὐχμοῦ φροντίζουσα οὐδὲν οὔτε ὄμβρον πλέω πιοῦσα δεδήληται· ὕεται γὰρ δὴ ταῦτα τῆς Λιβύης· τῶν δὲ ἐκφορίων τοῦ καρποῦ ταὐτὰ μέτρα τῇ Βαβυλωνίῃ γῇ κατίσταται. '
    και δε φοβάται καθόλου την αναβροχιά, κι ούτε, πίνοντας βροχή πάνω από το συνηθισμένο, πλημμυρίζει· γιατί σ᾽ αυτή την περιοχή της Λιβύης βρέχει· και τα σπαρτά τους έχουν την ίδια απόδοση σε καρπό με τη χώρα των Βαβυλωνίων.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Μετεωρολογικά 2.4, p. 55 @scaife.perseus
    πολλάκις γὰρ ἡ μὲν κύκλῳ χώρα λαμβάνει τοὺς ὡραίους ὄμβρους ἢ καὶ πλείους, ἐν δέ τινι μέρει ταύτης αὐχμός ἐστιν·
    ※  4ος↑ αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 40 @scaife.perseus
    Ἐὰν δ’ ἔαρ ὄψιον γένηται ἢ αὐχμός, καὶ ὅταν ἐρυσίβη, ἔλαττον ἐργάζονται αἱ μέλιτται τὸν γόνον.
  2. (αποτελέσματα ανομβρίας) ξηρότητα, βρομιά
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 614d (614d-614e)
    ὁρᾶν δὴ ταύτῃ μὲν καθ᾽ ἑκάτερον τὸ χάσμα τοῦ οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς ἀπιούσας τὰς ψυχάς, ἐπειδὴ αὐταῖς δικασθείη, κατὰ δὲ τὼ ἑτέρω ἐκ μὲν τοῦ ἀνιέναι ἐκ τῆς γῆς μεστὰς αὐχμοῦ τε καὶ κόνεως, ἐκ δὲ τοῦ ἑτέρου καταβαίνειν ἑτέρας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καθαράς.
    Είδε λοιπόν εκεί πρώτα τις ψυχές, αφού δικάστηκαν, να ξεκινούν από τα δύο αντικρινά χάσματα του ουρανού και της γης, και από τ᾽ άλλα δύο πάλι, από το ένα της γης ν᾽ ανεβαίνουν ψυχές γεμάτες από ακαθαρσία και σκόνη, από τ᾽ άλλο τ᾽ ουρανού να κατεβαίνουν άλλες καθαρές.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
  3. (για ύφος) ξηρότητα, ανεπάρκεια, ισχνότητα
  4. (μεταφορικά) ξηρασία, απουσία, έλλειψη
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Μένων, 71 @scaife.perseus
    ἐνθάδε δέ, ὦ φίλε Μένων, τὸ ἐναντίον περιέστηκεν· ὥσπερ αὐχμός τις τῆς σοφίας γέγονεν, καὶ κινδυνεύει ἐκ τῶνδε τῶν τόπων παρʼ ὑμᾶς οἴχεσθαι ἡ σοφία.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία