Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐχμέω < αὐχμός

αὐχμέω/ αὐχμῶ (συνηρημένο)

  1. είμαι βρώμικος, άλουστος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 24 (ω. Σπονδαί.), στίχ. 250 (249-250)
    αὐτόν σ᾽ οὐκ ἀγαθὴ κομιδὴ ἔχει, ἀλλ᾽ ἅμα γῆρας | λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι.
    Δεν βλέπω να φροντίζεσαι κι εσύ ο ίδιος· πέφτουν βαριά τα γηρατειά στους ώμους σου· | άπλυτος έμεινες και στέγνωσες, άσχημα είναι και τα ρούχα που φορείς.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. είμαι ξηρός, άνυδρος
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 4.10.7 @scaife.perseus
    ὅταν δ αὐχμὸς ᾖ καὶ μὴ γένηται τὸ κατὰ κεφαλὴν ὕδωρ, ἅπαντα αὐχμεῖ τὰ ἐν τῇ λίμνῃ,

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία