αὐχμηρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
αὐχμηρός, -ά, -όν
- ξηρός, άνυδρος, τραχύς
- (κατ’ επέκταση) λερωμένος, σκονισμένος
- (μεταφορικά) ελεεινός, άθλιος
- (ελληνιστική σημασία) σκοτεινός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αυχμηρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- αὐχμηρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐχμηρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.