Δείτε επίσης: αυχμηρός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική αὐχμηρός αὐχμηρᾱ́ τὸ αὐχμηρόν
      γενική τοῦ αὐχμηροῦ τῆς αὐχμηρᾶς τοῦ αὐχμηροῦ
      δοτική τῷ αὐχμηρ τῇ αὐχμηρ τῷ αὐχμηρ
    αιτιατική τὸν αὐχμηρόν τὴν αὐχμηρᾱ́ν τὸ αὐχμηρόν
     κλητική ! αὐχμηρέ αὐχμηρᾱ́ αὐχμηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ αὐχμηροί αἱ αὐχμηραί τὰ αὐχμηρᾰ́
      γενική τῶν αὐχμηρῶν τῶν αὐχμηρῶν τῶν αὐχμηρῶν
      δοτική τοῖς αὐχμηροῖς ταῖς αὐχμηραῖς τοῖς αὐχμηροῖς
    αιτιατική τοὺς αὐχμηρούς τὰς αὐχμηρᾱ́ς τὰ αὐχμηρᾰ́
     κλητική ! αὐχμηροί αὐχμηραί αὐχμηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ αὐχμηρώ τὼ αὐχμηρᾱ́ τὼ αὐχμηρώ
      γεν-δοτ τοῖν αὐχμηροῖν τοῖν αὐχμηραῖν τοῖν αὐχμηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐχμηρός < αὐχμ(ός) + -ηρός < αὕω, αὔω [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

αὐχμηρός, -ά, -όν

  1. ξηρός, άνυδρος, τραχύς
  2. (κατ’ επέκταση) λερωμένος, σκονισμένος
  3. (μεταφορικά) ελεεινός, άθλιος
  4. (ελληνιστική σημασία) σκοτεινός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αὕω και αὔω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αυχμηρός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.