Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκονισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σκονισμέν
ος
η
σκονισμέν
η
το
σκονισμέν
ο
γενική
του
σκονισμέν
ου
της
σκονισμέν
ης
του
σκονισμέν
ου
αιτιατική
τον
σκονισμέν
ο
τη
σκονισμέν
η
το
σκονισμέν
ο
κλητική
σκονισμέν
ε
σκονισμέν
η
σκονισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σκονισμέν
οι
οι
σκονισμέν
ες
τα
σκονισμέν
α
γενική
των
σκονισμέν
ων
των
σκονισμέν
ων
των
σκονισμέν
ων
αιτιατική
τους
σκονισμέν
ους
τις
σκονισμέν
ες
τα
σκονισμέν
α
κλητική
σκονισμέν
οι
σκονισμέν
ες
σκονισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκονισμένος
< παθητική μετοχή του
σκονίζω
Μετοχή
επεξεργασία
σκονισμένος -η -ο
που είναι καλυμμένος με
σκόνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκονισμένος
αγγλικά
:
dusty
(en)
γαλλικά
:
poussiéreux
(fr)
γερμανικά
:
staubig
(de)