↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκονισμένος η σκονισμένη το σκονισμένο
      γενική του σκονισμένου της σκονισμένης του σκονισμένου
    αιτιατική τον σκονισμένο τη σκονισμένη το σκονισμένο
     κλητική σκονισμένε σκονισμένη σκονισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκονισμένοι οι σκονισμένες τα σκονισμένα
      γενική των σκονισμένων των σκονισμένων των σκονισμένων
    αιτιατική τους σκονισμένους τις σκονισμένες τα σκονισμένα
     κλητική σκονισμένοι σκονισμένες σκονισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκονισμένος < παθητική μετοχή του σκονίζω

σκονισμένος -η -ο

  • που είναι καλυμμένος με σκόνη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία