Δείτε επίσης: αὐχμηρός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυχμηρός η αυχμηρή το αυχμηρό
      γενική του αυχμηρού της αυχμηρής του αυχμηρού
    αιτιατική τον αυχμηρό την αυχμηρή το αυχμηρό
     κλητική αυχμηρέ αυχμηρή αυχμηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυχμηροί οι αυχμηρές τα αυχμηρά
      γενική των αυχμηρών των αυχμηρών των αυχμηρών
    αιτιατική τους αυχμηρούς τις αυχμηρές τα αυχμηρά
     κλητική αυχμηροί αυχμηρές αυχμηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυχμηρός < αρχαία ελληνική αὐχμηρός

  Επίθετο

επεξεργασία

αυχμηρός

  1. (αρχαιοπρεπές) τραχύς
  2. (αρχαιοπρεπές) άνυδρος, ξερός



  Μεταφράσεις

επεξεργασία