ξερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξερός | η | ξερή | το | ξερό |
γενική | του | ξερού | της | ξερής | του | ξερού |
αιτιατική | τον | ξερό | την | ξερή | το | ξερό |
κλητική | ξερέ | ξερή | ξερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξεροί | οι | ξερές | τα | ξερά |
γενική | των | ξερών | των | ξερών | των | ξερών |
αιτιατική | τους | ξερούς | τις | ξερές | τα | ξερά |
κλητική | ξεροί | ξερές | ξερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ξερός < αρχαία ελληνική ξηρός[1] Συγκρίνετε με το ξηρός.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kseˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
ξερός, -ή, -ό
- που δεν έχει νερό ή υγρασία κι έχει στεγνώσει
- που έχει μαραθεί, που έχει χάσει τη στιλπνότητά του
- (για έδαφος) που δεν έχει βλάστηση
- ≈ συνώνυμα: αποψιλωμένος
- ≠ αντώνυμα: κατάφυτος, χλοερός
- που χρειάζεται να συμπληρωθεί
- που είναι μόνος στη ζωή
- ο απότομος, ο σύντομος, ο οξύς, ο σκληρός
- ↪ ακούστηκε ένας ξερός ήχος
- ο τυπικός, ο λακωνικός
- ↪ μου είπε ένα ξερό καλημέρα
- που προκαλεί ανία, που δεν έχει χάρη και ζωντάνια
- (μεταφορικά) που δεν κινείται, που δεν έχει τις αισθήσεις του
- που έχει πεθάνει
Εκφράσεις επεξεργασία
- κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά: για περιπτώσεις που μαζί με εκείνους που ευθύνονται για κάτι δέχονται τις αρνητικές συνέπειες και όσοι δεν ευθύνονται
- μένω ξερός → δείτε την έκφραση: μένω άγαλμα και τα κακάρωσα
- ξερό κεφάλι : ο πεισματάρης, ο επίμονος, ο ισχυρογνώμων
- ξερός βήχας : ο ξερόβηχας
- πέφτω ξερός:
- πεθαίνω ακαριαία
- πέφτω για ύπνο και κοιμάμαι αμέσως λόγω κούρασης
επεξεργασία
- → δείτε και τη λέξη ξηρός
Σύνθετα επεξεργασία
- ξερο- και ξερό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξερο- στο Βικιλεξικό
- → δείτε και τη λέξη ξηρο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξηρο- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ ξερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ξερός
- άλλη μορφή του ξηρός
επεξεργασία
- ↑ ξερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.