Δείτε επίσης: ἀνία, άνοια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανία οι ανίες
      γενική της ανίας των ανιών
    αιτιατική την ανία τις ανίες
     κλητική ανία ανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανία θηλυκό

  • δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που προκαλείται από την πλήρη έλλειψη ενδιαφέροντος σε κάτι με το οποίο ασχολείται κανείς, ή από την έλλειψη κάποιας απασχόλησης που τραβά τη προσοχή
    Ο Μπερνάρ ανέχεται τον ισχυρό χαρακτήρα της πανέξυπνης συζύγου του, αλλά εκείνη σύντομα αρχίζει να ασφυκτιά από την ανία της επαρχιακής ζωής και τη μετριότητα του άντρα της.[1]

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παρώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία