ξεράδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεράδι | τα | ξεράδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξεράδι | τα | ξεράδια |
κλητική | ξεράδι | ξεράδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξεράδι < μεσαιωνική ελληνική ξεράδι (το κομμένο κλαρί αλλά και τα άκρα) < ξερός < ξηρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξεράδι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξεράδι
|