κουλό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κουλό | τα | κουλά |
γενική | του | κουλού | των | κουλών |
αιτιατική | το | κουλό | τα | κουλά |
κλητική | κουλό | κουλά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
κουλό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουλός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kuˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λό
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουλό ουδέτερο
- (υβριστικό) το χέρι
- ↪ Πάρε το κουλό σου απ' την τσέπη μου!
- ≈ συνώνυμα: ξερό
- εκφράσεις: μάζεψε τα κουλά σου!
- (σπανικότερα) το πόδι
- (αργκό) κάτι που μας φαίνεται άτοπο ή περίεργο
- ↪ Άρχισε πάλι τα κουλά του...
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουλό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κουλό