↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουλός η κουλή το κουλό
      γενική του κουλού της κουλής του κουλού
    αιτιατική τον κουλό την κουλή το κουλό
     κλητική κουλέ κουλή κουλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουλοί οι κουλές τα κουλά
      γενική των κουλών των κουλών των κουλών
    αιτιατική τους κουλούς τις κουλές τα κουλά
     κλητική κουλοί κουλές κουλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κουλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουλός < αρχαία ελληνική κυλλός [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel- ‎(κάμπτω, κυρτώνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kuˈlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λός

  Επίθετο

επεξεργασία

κουλός, -ή, -ό

  1. (οικείο) ο μονόχειρας ή αυτός που δεν έχει καθόλου χέρια
  2. που έχει χέρι μειωμένης λειτουργικότητας, λόγω ασθένειας, αναπηρίας κ.λπ.
  3. (μεταφορικά) αδέξιος

Παράγωγα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κουλός αρσενικό (θηλυκό κουλή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα