Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουλαμάρα οι κουλαμάρες
      γενική της κουλαμάρας
    αιτιατική την κουλαμάρα τις κουλαμάρες
     κλητική κουλαμάρα κουλαμάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλαμάρα < κουλ(ός) + -αμάρα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ku.laˈma.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λα‐μά‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουλαμάρα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) η ιδιότητα του κουλού
  2. αδεξιότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία