κουλαμάρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κουλαμάρα | οι | κουλαμάρες |
γενική | της | κουλαμάρας | — | |
αιτιατική | την | κουλαμάρα | τις | κουλαμάρες |
κλητική | κουλαμάρα | κουλαμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ku.laˈma.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λα‐μά‐ρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κουλαμάρα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) η ιδιότητα του κουλού
- αδεξιότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κουλαμάρα
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κουλαμάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας