Δείτε επίσης: Çolak

  Ετυμολογία

επεξεργασία
çolak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چولاق‎ (çolak)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃɔˈɫɑk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ço‐lak

  Επίθετο

επεξεργασία

çolak (tr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία