Δείτε επίσης: ἀναπηρία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπηρία οι αναπηρίες
      γενική της αναπηρίας των αναπηριών
    αιτιατική την αναπηρία τις αναπηρίες
     κλητική αναπηρία αναπηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αναπηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπηρία < ἀνάπηρος  δείτε και το αρχαίο πηρός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναπηρία θηλυκό

  1. έλλειψη αρτιμέλειας, έλλειψη πλήρους λειτουργικότητας κάποιων οργάνων ή μελών του σώματος (άκρων, εγκεφάλου κ.λπ.)
      σύνταξη αναπηρίας
     συνώνυμα: σακατιλίκι
     αντώνυμα: αρτιμέλεια
  2. (μεταφορικά) δυσλειτουργία, ανεπάρκεια ή κακή κατάσταση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία