Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλαίνω < κουλός + -αίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈle.no/

  Ρήμα επεξεργασία

κουλαίνω (παθητική φωνή: κουλαίνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία