Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άτοπο τα άτοπα
      γενική του ατόπου
άτοπου
των ατόπων
    αιτιατική το άτοπο τα άτοπα
     κλητική άτοπο άτοπα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άτοπο < ἄτοπον στην καθαρεύουσα και στην αρχαία ελληνική < από το ουδέτερο του επιθέτου ἄτοπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άτοπο ουδέτερο

  1. αυτό που δεν έχει θέση, δεν μπορεί να υπάρχει ποτέ και πουθενά ή που είναι αδύνατον να υπάρχει υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, το παράλογο, που δεν εσταθεί, δεν στέκει, που αντιφάσκει πλήρως με τον εαυτό του ή αντιβαίνει σε βασικές αρχές, το απαράδεκτο
    Αυτό που προτείνουν είναι άτοπο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ρεαλιστικά πουθενά
    Είναι άτοπο να μη μπορεί η κατηγορούσα αρχή να...
  2. (μαθηματικά) αυτό που είναι παράλογο και δεν μπορεί να ευσταθεί, άρα καθώς αποκλείεται μαζί με άλλα ως αδύνατον, αφήνει ως λύση την μόνη απομένουσα ως δυνατή (συλλογιστική επίλυσης με μέθοδο την "εις άτοπον απαγωγή" ή "την εις αδύνατον απαγωγή" και "αναγωγή", φράση που διεθνοποιήθηκε από το λατινινό reductio ad absurdum αλλά που είχε προέλθει απο λατινική μετάφραση των ελληνικών όρων του Αριστοτέλη και του Ευκλείδη)
    Ἔστι δὲ καὶ ἀναγαγεῖν πάντας τοὺς συλλογισμοὺς.... ἀλλ' οἱ μὲν καθόλου τοῦ στερητικοῦ ἀντιστραφέντος, τῶν δ' ἐν μέρει ἑκάτερος διὰ τῆς εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγῆς. (Αναλυτικών Προτέρων, 7, Αριστοτέλης)
  3. (λογική και φιλοσοφ.) το αδύνατο, με τη συλλογιστική των μαθηματικών και της μεθόδου της "εις άτοπον απαγωγής" να μεταφέρεται και σε άλλους τομείς επιστημονικής ή και καθημερινής σκέψης


Εκφράσεις επεξεργασία

  • η εις άτοπο απαγωγή ή απαγωγή σε άτοπο είναι τρόπος επίλυσης προβλημάτων όπου καταλήγει κάποιος στη σωστή λύση έχοντας αποκλείσει τις εναλλακτικές ως αδυνατες

  Μεταφράσεις επεξεργασία