Δείτε επίσης: ἀντιβαίνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιβαίνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντιβαίνω (αντιστέκομαι) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aller à l'encontre.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αντι- + βαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.diˈve.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντι‐βαί‐νω

αντιβαίνω, πρτ.: αντέβαινα, στο ενεστωτικό θέμα, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο (χωρίς παθητική φωνή)

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αντιβαίνω αντέβαινα θα αντιβαίνω να αντιβαίνω αντιβαίνοντας
β' ενικ. αντιβαίνεις αντέβαινες θα αντιβαίνεις να αντιβαίνεις (αντίβαινε)
γ' ενικ. αντιβαίνει αντέβαινε θα αντιβαίνει να αντιβαίνει
α' πληθ. αντιβαίνουμε αντιβαίναμε θα αντιβαίνουμε να αντιβαίνουμε
β' πληθ. αντιβαίνετε αντιβαίνατε θα αντιβαίνετε να αντιβαίνετε αντιβαίνετε
γ' πληθ. αντιβαίνουν(ε) αντέβαιναν
αντιβαίναν(ε)
θα αντιβαίνουν(ε) να αντιβαίνουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία