αντιπαρατάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
αντιπαρατάσσομαι, π.αόρ.: αντιπαρατάχθηκα/αντιπαρατάχτηκα
- παθητική φωνή του ρήματος αντιπαρατάσσω
![]() |
αντιπαρατάσσομαι, π.αόρ.: αντιπαρατάχθηκα/αντιπαρατάχτηκα