αντιτάσσομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιτάσσομαι < παθητική φωνή του αντιτάσσω
Ρήμα επεξεργασία
αντιτάσσομαι
- εκδηλώνω έντονη διαφωνία, παίρνω εχθρική στάση, εναντιώνομαι, αντιστέκομαι, ανθίσταμαι με λόγια ή έργα
- Σύσσωμη η αντιπολίτευση αντιτάσσεται στο σχέδιο νόμου για την παιδεία.