ανθίσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανθίσταμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνθίσταμαι. Συγχρονικά αναλύεται σε (αντ-) ανθ- + ίσταμαι που ήταν δασυνόμενη λέξη (ἵσταμαι)
Ρήμα
επεξεργασία
ανθίσταμαι (αποθετικό ρήμα)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανθίσταμαι
→ δείτε τη λέξη αντιστέκομαι |