Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενδίδω < αρχαία ελληνική ἐνδίδωμι < ἐν + δίδωμι

  Ρήμα επεξεργασία

ενδίδω

  1. υποχωρώ
  2. υποκύπτω
  3. (μεσαιωνική ελληνική) διατάζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία