ενεστώτας give in
γ΄ ενικό ενεστώτα gives in
αόριστος gave in
παθητική μετοχή given in
ενεργητική μετοχή giving in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
give in < → δείτε τις λέξεις give και in

give in (en)

  • υποκύπτω, υποχωρώ, ενδίδω
    ⮡  He was forced to give in to blackmail.
    Αναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό.
    ⮡  After an hours long discussion, he gave in and accepted his proposals.
    Ύστερα από πολύωρη συζήτηση υποχώρησε και δέχτηκε τις προτάσεις του.
    ⮡  He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
    Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.