Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υποκύπτω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
υποκύπτω
<
αρχαία ελληνική
ὑποκύπτω
(
σημασιολογικό δάνειο
από
τη γαλλική
succomber
)
Ρήμα
επεξεργασία
υποκύπτω
υποχωρώ
σε (κάποιον/κάτι),
ενδίδω
υποτάσσομαι
Αντώνυμα
επεξεργασία
αντιστέκομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποκύπτω
αγγλικά
:
succumb
(en)
,
yield
(en)
γαλλικά
:
succomber
(fr)
,
céder
(fr)
,
obéir
(fr)
, s'
incliner
(fr)
,
se soumettre
(fr)