• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

υποκύπτω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Αντώνυμα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
υποκύπτω < αρχαία ελληνική ὑποκύπτω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική succomber)

Ρήμα

επεξεργασία

υποκύπτω

  1. υποχωρώ σε (κάποιον/κάτι), ενδίδω
  2. υποτάσσομαι

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • αντιστέκομαι

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    υποκύπτω
  • αγγλικά : succumb (en), yield (en)
  • γαλλικά : succomber (fr), céder (fr), obéir (fr), s'incliner (fr), se soumettre (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=υποκύπτω&oldid=6731784"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιουνίου 2024, στις 19:51

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιουνίου 2024, στις 19:51.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας