Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

υποτάσσομαι, π.αόρ.: υποτάχθηκα, μτχ.π.π.: υποταγμένος, (ενεργ.: υποτάσσω)

Παράγωγα επεξεργασία